Σιρκουθήλ’κου, Σιρκουθήλου:

Aρσενικοθήλυκο, αρσενικοθήλυκη.

Αυτήν είναι σιρκουθήλου! ιέτσ’ λέν’ ούλι στού χουριό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!